- ανάρπαστος
- -η, -ο (Α ἀνάρπαστος, -όν και -ός, -ή, -όν, Μ ἀνάρπαστος, -η, -ον) [αναρπάζω]αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαιανεοελλ.(για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμούαρχ.1. αυτός που σύρθηκε βίαια στην αιχμαλωσία ή την εξορία2. (για πράγματα) αυτός που παραδίδεται στη διαρπαγή, που λεηλατείται.
Dictionary of Greek. 2013.